Αυτός που έβλεπε το ρεύμα να ανάβει το φως
Formula 1
Αυτός που έβλεπε το ρεύμα να ανάβει το φως
Formula 1Γεννήθηκε για να ισορροπεί ανάμεσα στην παράνοια και στο μεγαλείο, κάθε του κίνηση μια υπόσχεση για το αξεπέραστο.
Μπορούσε να δει το ρεύμα στα καλώδια που άναβαν το πράσινο φως. Την ώρα που οι άλλοι άκουγαν κινητήρες, εκείνος άκουγε την ανάσα της Ferrari του. Την ελαφριά συστολή του chassis πριν την έκρηξη.
12 Αυγούστου 1979, Grand Prix της Αυστρίας στο παλιό, αμείλικτα γρήγορο και φρικαλέο Osterreichring —σαν σήμερα ακριβώς πριν από 46 χρόνια.
Όλοι οι άλλοι πιλότοι κολλούν τα μάτια τους στο φανάρι, στο μονοθέσιο που έχουν μπροστά, ψάχνοντας απελπισμένα πού θα χωρέσουν στα πρώτα κρίσιμα μέτρα της εκκίνησης —την πιο επικίνδυνη στιγμή, όπου ένα λάθος μπορεί να τους κοστίσει όχι μόνο τη θέση, αλλά και την ίδια τους τη ζωή.
Υπάρχει όμως και εκείνος που δεν βλέπει τίποτα απ’ όλα αυτά. Γιατί έχει ήδη δει τον εαυτό του μπροστά. Δεν ψάχνει χώρο. Είχε ήδη φτιάξει τον δικό του —εκεί όπου φαινόταν να μην υπάρχει.

Λίγα λεπτά νωρίτερα και ενώ οι 24 βολίδες ετοιμάζονταν για τον γύρο συγκρότησής τους στο grid, τον είδαν να επιταχύνει με μια ξαφνική έκρηξη δύναμης και μετά να φρενάρει απότομα στην άσφαλτο, σηκώνοντας λευκούς καπνούς από τα κατάμαυρα λάστιχά του. Κάποιοι, βλέποντάς τον, τον χαρακτήρισαν «τρελό», μα αυτοί, τι μπορούσαν να ξέρουν.
Ο μικρόσωμος Γαλλοκαναδός Gilles Villeneuve, με το αθώο παιδικό πρόσωπό του, το οποίο πέταγε πάντα σπίθες απ’ τα μάτια, εκκινούσε εκείνο το απόγευμα μόλις πέμπτος στο grid. Όχι εκεί που ήθελε. Όχι εκεί που έπρεπε. Μα δεν τον ένοιαζε. Ήξερε. Έβλεπε κάτι που οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν καν να φανταστούν.
Το φως άναψε. Και πριν προλάβει να τελειώσει τη σκέψη του, ο μεγάλος Alan Jones, που ξεκινούσε από το pole position με την πανίσχυρη Williams του, είχε ήδη δει μια κόκκινη σκιά να τον προσπερνά με απίστευτη ταχύτητα —μια Ferrari, που έσκασε μπροστά του σαν κεραυνός, αφήνοντας πίσω της μόνο τον ήχο του flat 12 κινητήρα της.

«Θα περίμενα ίσως ένα κίτρινο αυτοκίνητο να με προσπεράσει, μια από τις Renault οι οποίες εκκινούσαν πίσω μου», θυμάται ο Alan Jones, «μα με κανέναν τρόπο ένα κόκκινο!»
Ο Gilles, όμως, δεν λογάριαζε λογική. Δεν ζύγιζε αποστάσεις, δεν υπολόγιζε ιδανικές γραμμές, αντίπαλο δέος ή στρατηγικό βάθος. Πίστευε στο άλμα. Στην απόφαση. Στην ηλεκτρισμένη ρωγμή του χρόνου, εκεί που δεν υπάρχει περιθώριο σκέψης. Ή το κάνεις, ή δεν το κάνεις.
Και ο Gilles —πάντα— το έκανε.
Από πέμπτος, βρέθηκε πρώτος στα πρώτα κιόλας μέτρα, στον κυρτό, ανηφορικό λόφο του παλιού Osterreichring, εκεί όπου η πίστα σκαρφάλωνε 65 μέτρα ύψος. Στρίβοντας πρώτος τη μύτη της Ferrari στην είσοδο της πρώτης στροφής, εκεί όπου οι άλλοι ακόμα έψαχναν χώρο να σταθούν, ο λατρεμένος των tifosi είχε ήδη χαράξει τη δική του γραμμή —εκεί που δεν υπήρχε καμία.
Το πλήθος έμεινε άφωνο. Για μια στιγμή, κανείς δεν ανάσαινε. Κι ύστερα, μια έκρηξη —φωνές, γροθιές στον αέρα, κραυγές που έσμιγαν χαρά και δέος.
«Πώς και πετυχαίνεις πάντα τέτοιες εκκινήσεις;» τον ρώτησε κάποτε μια γυναίκα φίλου του (τότε που το Netflix και το Drive to Survive δεν είχαν ακόμη δελεάσει το ασθενές φύλο) και εκείνος, με την αφοπλιστική πάντα ειλικρίνειά του, απάντησε:
«Το πρόσεξες, ε; Κανείς δεν το προσέχει! Λίγο πριν ξεκινήσουμε τον αναγνωριστικό γύρο, πατώ με δύναμη τα φρένα και αφήνω δύο μαύρες λωρίδες ελαστικού στην άσφαλτο. Όταν επιστρέφω στο grid, τοποθετώ τα τέσσερα ελαστικά μου πάνω σε αυτές τις μαύρες λωρίδες -λάστιχο με λάστιχο- και έτσι κερδίζω επιπλέον πρόσφυση».
Κι όπως κάθε μεγάλος ακροβάτης που ισορροπεί στα όρια του αδύνατου, ο Gilles Villeneuve δεν κέρδιζε απλώς εκκινήσεις. Ήξερε να παίζει με τη μοίρα, να χορεύει πάνω στην κόψη της τρέλας, να πηγαίνει εκεί που δεν υπάρχει δρόμος, μετατρέποντας κάθε σπιθαμή της πίστας και κάθε δευτερόλεπτο σε μαγεία —ένα μεγαλείο μοναδικό, που κανείς άλλος δεν κατάφερε ποτέ να αγγίξει._Δημήτρης Γιόκκας
