Formula 1

Όταν η ψυχή υπερβαίνει την ιπποδύναμη

Κύπρος 1:03
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
ΔΗΜΟΦΙΛΗ
            
        NULL
    

Όταν η ψυχή υπερβαίνει την ιπποδύναμη

Formula 1

Όταν η ψυχή υπερβαίνει την ιπποδύναμη

Formula 1

Αφιέρωμα στον σπουδαιότερο θρύλο της πίστας, εκείνον που μετέτρεψε την ταχύτητα σε τέχνη και το τιμόνι σε προέκταση της ψυχής του.

Advertisement

Το εξαιρετικά αδύνατο σώμα του άρρωστου άντρα μόλις που ξεχωρίζει μέσα στα ρούχα τα οποία σκεπάζουν το κρεβάτι του στο μισοσκότεινο δωμάτιό του στην πανέμορφη βίλα της viale Piave, στο Castel D’ario της Mantova. Το κεφάλι του μοιάζει μια σκούρα πινελιά πάνω στο ολόλευκο μαξιλάρι και καθώς γέρνει στα αριστερά, βήχοντας αίμα από το στόμα, ακούει βήματα στην πόρτα.

Η αγαπημένη του γυναίκα, Carolina, οδηγεί στο δωμάτιο έναν παλιό του φίλο τον οποίο έχει πολύ καιρό να δει. Πριν προλάβουν να εισέλθουν, ο άρρωστος άντρας σκουπίζει βιαστικά τα χείλη και ανασηκώνεται ελαφρώς στο κρεβάτι του. Ένα αίσθημα χαράς πλημυρίζει το χλωμό πρόσωπο με τα κουρασμένα μάτια καθώς στα επόμενα δευτερόλεπτα αντικρίζει τον απρόσμενο αυτό επισκέπτη, ο οποίος έχει όρεξη για κουβέντα.

«Το θυμάσαι αυτό;» λέει ο φίλος καθώς στέκει καμαρωτός στο προσκέφαλό του. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του παλιού μονομάχου που κείτεται στο κρεβάτι και τα μάτια του λάμπουν πάλι καθώς το βλέμμα του καρφώνεται στη μέση του παραστατικού άντρα. «Αυτό ήταν που μας χάρισε τη νίκη εκείνη την απίθανη μέρα», συνεχίζει ο φίλος καθώς σηκώνει ελαφρώς το πουκάμισό του, φανερώνοντας το δερμάτινο ζωνάρι που κρατά δεμένο το παντελόνι του.

Advertisement

Ο αδύναμος άντρας ορθώνει τον κορμό στο κρεβάτι του, σκύβει στο διπλανό συρτάρι και παίρνει έναν μεγάλο φάκελο, γεμάτο παλιές φωτογραφίες. «Πως δεν το θυμάμαι!» αναφωνεί κι αμέσως προστάζει την Carolina να τραβήξει πίσω τις κουρτίνες, αφήνοντας τον ήλιο να λούσει πάλι με φως το δωμάτιο. Τη ζωή του ολόκληρη.

«Θυμάμαι ακόμη τη δαιμονισμένη ταχύτητα με την οποία εξήλθες από τη στροφή της στοάς και την αταραξία με την οποία συνέχισες να προχωρείς προς τις ράγες του τρένου», συμπληρώνει ο φίλος γεμάτος ενθουσιασμό, καθώς τα μάτια των δύο αντρών δεν ξεκολλούν από τη φωτογραφία που κρατούν στα χέρια. Στην κάτω άκρη της, ξεθωριασμένα γράμματα μαρτυρούν τη στιγμή: Circuito delle Tre Province, 9 Agosto 1931. «Το αυτοκίνητό μας πέταξε ψηλά στον αέρα όταν σκοντάψαμε στις ράγες λίγο έξω από την Porretta. Ακόμη δεν μπορώ να εξηγήσω πως εσύ, ένας κοκαλιάρης των 50 μόλις κιλών, κατάφερε να το μαζέψει και να μαζέψει και εμένα μαζί -με το ένα μόνο χέρι- βάζοντάς με πίσω στο κάθισμά μου».

***

Οι δύο άντρες, θρύλοι των αγώνων αυτοκινήτου από μια ξεχασμένη εποχή, πραγματοποίησαν την πιο πάνω συνάντησή τους περισσότερο από είκοσι χρόνια μετά τη συγκεκριμένη κούρσα, όταν ο βαριά άρρωστος Tazio Nuvolari, ο πιο τολμηρός, ο πιο φλογερός, ο πιο χαρισματικός πιλότος που κάθισε ποτέ πίσω από ένα αγωνιστικό τιμόνι, περιορισμένος πια στο κρεβάτι του και παλεύοντας με τη φυματίωση που σύντομα θα τον έπαιρνε μακριά, υποδέχτηκε στο σπιτικό του τον αγαπημένο του συνοδηγό-μηχανικό, Decimo Compagnoni.

Advertisement

Ο τελευταίος ήθελε να δώσει λίγη χαρά στον φίλο του, για τον οποίο ο Dr. Ferdinand Porsche είχε πει πριν από 90 σχεδόν χρόνια: «O Nuvolari είναι ο σπουδαιότερος πιλότος του χθες, του σήμερα και του αύριο». Η ιστορία της κούρσας του 1931 στην πίστα Tre Province, αποδεικνύει -μαζί με τόσες άλλες- του λόγου το αληθές.

Πάρτε μια βαθιά ανάσα (και μια παγωμένη λεμονάδα) και προχωράμε…

Advertisement

Η μέρα που ο Enzo Ferrari ανακάλυψε τον σπουδαιότερο πιλότο όλων των εποχών

Ο Nuvolari δεν είχε ξαναδεί την πίστα -ούτε καν την πόλη της Porretta πάνω στον χάρτη. Κατ’ ακρίβεια, ο 38χρονος άντρας πήρε την απόφαση να αγωνιστεί εκεί το βράδυ πριν από την κούρσα. Μαζί με τον πιστό του Compagnoni, που ήταν δέκα χρόνια νεότερος, έφτασαν στα Bagni della Porretta (περιοχή της Bologna και επίκεντρο του αγώνα) τέσσερεις μόλις ώρες πριν από την εκκίνηση.

Και τι πίστα ήταν αυτή που απλωνόταν μπροστά τους, Θεέ μου! Μία διαδρομή 130 ολόκληρων χιλιομέτρων, όπου οι αγωνιζόμενοι καλούνταν να διασχίσουν τρεις επαρχίες (εξ ου και το όνομα Tre Province), περνώντας πρώτα από τα Bagni di Porretta της Bologna, έπειτα από το San Marcello της Pistoia, ακολούθως μετά από το περίφημο πέρασμα Abetone της Modena και τέλος ξανά πίσω στη Bologna.

Advertisement

Ο Nuvolari θα είχε σε εκείνο τον αγώνα για ομόσταβλό του στη Scuderia Ferrari τον καινούργιο του φίλο Enzo Ferrari, τον 33χρονο διευθυντή της ομάδας ο οποίος θα πιλόταρε μια Alfa Romeo 8C 2300, αφήνοντας στον αργοπορημένο συνάδελφό του -που έφτασε καθυστερημένα στην πόλη- την πιο απλή και αδύναμη Alfa Romeo 6C 1750, που υστερούσε κατά πολύ σε ιπποδύναμη και σε ταχύτητα.

Ο λιλιπούτιος άντρας μπορεί να μην είχε μπόι, είχε όμως πυρήνα από σίδερο. Κι όταν ήρθε η στιγμή που όλα έμοιαζαν χαμένα, ήταν εκεί -έτοιμος να χυμήξει στην καταιγίδα και να αντιμετωπίσει ακόμη και την πιο απίθανη πρόκληση. «Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά και ’γω θα ’ρθώ με το μικρό μου το μπαγλαμά», είναι ο στίχος που έρχεται αυτόματα στο νου μου (μια προετοιμασία για την τελευταία αναμέτρηση με τον χάροντα) από το αθάνατο άσμα «Στα περβόλια» του Μίκη Θεοδωράκη.

Γνωρίζοντας τη φήμη του Nuvolari, o Ferrari ζητά απ’ αυτόν, τον καινούργιο του ομόσταβλο, να τον πάει «μια βόλτα» στην πίστα πριν από τον αγώνα, παίρνοντας τη θέση του στο κάθισμα του συνοδηγού της διθέσιας Alfa 1750 και χωρίς να χάσουν καιρό οι δύο άντρες κινούν για τους φιδίσιους δρόμους της Porretta.

***

Η κόκκινη Alfa εισβάλλει με ορμή στη πρώτη στροφή που ξετυλίγεται μπροστά τους, προκαλώντας σαστισμό στον Enzo Ferrari. Στα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα ο «επισκέπτης» στο πιλοτήριο αντικρίζει τοίχους, τηλεγραφικούς πυλώνες και χαντάκια να κατευθύνονται προς το μέρος τους με τρελή ταχύτητα κι αμέσως σφίγγει τρομοκρατημένος τη χειρολαβή του συνοδηγού, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για ένα μεγάλο δυστύχημα. Τα ελαστικά σφυρίζουν στη στράτα καθώς το όχημα βγαίνει εκτός ελέγχου και κατευθύνεται προς όλα εκείνα τα κακά που απειλούν τη ζωή τους. Ο Nuvolari έχει κάνει ένα ολέθριο λάθος…

Σκυμμένος όσο γίνεται πιο βαθιά στο πιλοτήριο και χωρίς να βλέπει πια το δρόμο μπροστά του, ο Ferrari περιμένει να ακούσει εκείνον τον τρομακτικό κρότο της σύγκρουσης, καθώς βλέπει τη ζωή του να περνά ολόκληρη από μπροστά του σαν κινηματογραφική ταινία.

Ο Enzo Ferrari και ο Tazio Nuvolari, στα αριστερά της φωτογραφίας, σε μια σπάνια στιγμή πριν την εκκίνηση — δύο θρύλοι που σημάδεψαν ανεξίτηλα την ιστορία του μηχανοκίνητου αθλητισμού.

Προς μεγάλη του έκπληξη, ωστόσο, δεν ακούει κανένα σίδερο να συνθλίβεται -μονάχα τον βραχνό βρυχηθμό του εξακύλινδρου κινητήρα που συνεχίζει να επιταχύνει ακάθεκτος. Καθώς σηκώνει πάνω αλαφιασμένος το κεφάλι, γυρίζει και βλέπει το πρόσωπο του Nuvolari, το οποίο είναι γαλήνιο σαν τη λίμνη.

Προτού καν προλάβει να ψελλίσει «τι στο καλό», να’ σου και φτάνει τώρα γρήγορα και απειλητικά η δεύτερη στροφή. Το τοπίο ορμά άλλη μια φορά κατά πάνω τους, η Alfa κατευθύνεται πάλι ανεξέλεγκτα εκτός δρόμου, ο Ferrari σκύβει, περιμένει το μοιραίο “μπαμ” και καθώς η διθέσια βολίδα εξέρχεται από τη στροφή, ο Nuvolari παραμένει -όπως και πριν- ατάραχος και απαθής στο πιλοτήριο.

Το ίδιο βιολί στην τρίτη, στην τέταρτη και στην πέμπτη στροφή, μέχρι που ο Enzo Ferrari (πιλότος αυτοκινήτων και ιδρυτής της πιο θρυλικής ομάδας στα χρονικά του αγωνίσματος) καταφέρνει εντέλει να πνίξει τον φόβο του στο πιλοτήριο και ανακαλύπτει το μυστικό του μεγάλου αυτού μαέστρου του βολάν.

Ο Ferrari παρατηρεί: «Η ουρά γλιστρά, η μύτη της βολίδας γλύφει το εσωτερικό της στροφής καθώς «ντριφτάρει» με τα τέσσερα λάστιχα και αμέσως βγαίνει από τη στροφή και ευθυγραμμίζεται τέλεια με την επόμενη λωρίδα δρόμου, χωρίς ο πιλότος να χρειάζεται να κάνει περιττές διορθώσεις στο τιμόνι».

Κοιτάζοντας τα πόδια του Nuvolari, εκεί κριμένος στο πιλοτήριο, ο Ferrari καταφέρνει να λύσει επιτέλους τον γρίφο. Καθώς πλησιάζουν τις στροφές, ο Nuvolari αντιστέκεται στο ένστικτο του κοινού θνητού και αρνείται να σηκώσει το πόδι του από το γκάζι. Με αυτόν τον τρόπο διατηρεί τις στροφές του κινητήρα στο μέγιστο, επιτρέποντας στα λάστιχα να “δαγκώσουν” καλύτερα τον δρόμο. Πριν ακόμα ξεκινήσει το τρελό «ντριφτάρισμα» έχει ήδη προεπιλέξει τη σωστή σχέση στο κιβώτιο ταχυτήτων και με αυτό το ταχυδακτυλουργικό νούμερο παίρνει στα χέρια του τους νόμους της φυσικής, κάνοντας σύμμαχό του τη φυγόκεντρο δύναμη, μπαίνοντας και βγαίνοντας από κάθε στροφή με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από οποιονδήποτε άλλο πιλότο στον κόσμο.

«Πολλοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν αλλά κανείς δεν μπόρεσε τελικά να τον αντιγράψει. Στις δύσκολες στροφές όλοι ξέμεναν από θάρρος, σηκώνοντας πάντα το πόδι τους από το γκάζι», ήταν η κατάληξη του Enzo Ferrari.

Ο αγώνας στην πίστα Tre Pronince δεν έχει καν ξεκινήσει και ο 33χρονος πιλότος από τη Modena έχει ήδη πάρει την απόφασή του: αυτή θα είναι η τελευταία του κούρσα ως πιλότος. Με όσα είδε από το «διπλανό κάθισμα», συνειδητοποιεί πως δεν υπήρχε καλύτερος λόγος για να αποσυρθεί. Μέχρι το 1988, όταν και θα έφευγε απ’ αυτή τη ζωή, ο Enzo Ferrari θα αξιολογούσε το χάρισμα και το θάρρος κάθε πιλότου της ομάδας του μέσα από ένα αλάθητο μέτρο σύγκρισης -τον θρύλο που ονομαζόταν Tazio Nuvolari.

Δαμάζοντας την Alfa με ένα δερμάτινο ζωνάρι

Την ημέρα του αγώνα τον είδαν να σκαρφαλώνει στο πιλοτήριο της πορφυρής Alfa του χωρίς τα καθιερωμένα γυαλιά αγωνιστικής οδήγησης. Για κάποιο λόγο, που παραμένει μυστήριο, ο Nuvolari κρίνει πως δεν τα χρειάζεται σε αυτή την γιγάντια και επικίνδυνη διαδρομή (σπαρμένη με πέτρες τις οποίες εκτοξεύουν τα λάστιχα των βολίδων στα πρόσωπα όσων ακολουθούν) η οποία έχει εικοσιπενταπλάσιο μήκος από τις σημερινές πίστες και εγκυμονεί εκατονταπλάσιους κινδύνους.

Για τον ίδιο η σημερινή είναι άλλη μια μέρα πίσω από το τιμόνι. «Γνωρίζοντας όλους αυτούς τους κινδύνους, πώς βρίσκεις το θάρρος και μπαίνεις κάθε φορά στο πιλοτήριο;» τον είχε ρωτήσει κάποτε κάποιος δημοσιογράφος. Ο Nuvolari τον κοίταξε σιωπηλός στα μάτια και στη συνέχεια του απάντησε με μια ερώτηση: «Εσύ δηλαδή φοβάσαι πως μια μέρα θα πεθάνεις στον ύπνο σου; Εάν ναι, τότε πως βρίσκεις το θάρρος κάθε βράδυ για να πας να ξαπλώσεις στο κρεβάτι σου;»

O Enzo Ferrari αναχωρεί από τη ράμπα της εκκίνησης στις 15:46, με τον Nuvolari να ακολουθεί έξι λεπτά αργότερα. Η ισχυρότερη Alfa 2300 του πρώτου έχει ξεκάθαρα την υπεροχή και, σαν να μην έφτανε αυτό, ο Tazio αντιμετωπίζει από τα πρώτα κιόλας μέτρα προβλήματα με το κιβώτιο ταχυτήτων του.

Ο Nuvolari, όμως, δεν τα βάζει ποτέ κάτω. Ακόμη και όταν τον κυνηγούν χίλιοι δαίμονες.

***

O βαριά άρρωστος Nuvolari και ο παλιός πιστός μηχανικός του, Compagnoni, συμπολίτης του από την δοξασμένη Mantova, παραμένουν σκυμμένοι πάνω από τις φωτογραφίες που έχουν απλωμένες στο κρεβάτι, αναπολώντας με νοσταλγία τα γεγονότα εκείνου του μεγάλου αγώνα, καθώς η Carolina εισέρχεται στο δωμάτιο για να τους προσφέρει ένα ποτό.

Οι δυο άντρες την αγνοούν αφού, νοερά, βρίσκονται ξανά στο πιλοτήριο της Alfa Romeo τους και ζουν από την αρχή με ένταση την κάθε στιγμή του αγώνα.

Καθώς η Alfa επιταχύνει στη στράτα που τρέχει παράλληλα με τις ράγες του τρένου, λίγο έξω από την Porretta, ο δρόμος στρίβει απότομα και οι δύο άντρες αντικρίζουν ξαφνικά τις ράγες να διασχίζουν το δρόμο μπροστά τους. Ο Compagnoni, που βλέπει το κακό να έρχεται, αρπάζεται γρήγορα από τις χειρολαβές του πιλοτηρίου και στα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα η Alfa προσκρούει με δύναμη στο σίδερο και απογειώνεται.

Και ενώ πετούν στον αέρα ο Compagnoni εκτοξεύεται προς τα πίσω -κατρακυλώντας στην ουρά του οχήματος- βαστώντας τις ξεριζωμένες πια λαβές στα χέρια του. Ο Nuvolari, μισή μερίδα -πετσί, κόκαλο και θέληση- βρίσκει τη δύναμη και τον αρπάζει από το πόδι, τραβώντας τον ξανά στη θέση του και αμέσως μετά το αυτοκίνητο ακινητοποιείται.

Οι δύο άντρες περιεργάζονται τη ζημιά, παρατηρώντας πως το ελατήριο που ελέγχει το άνοιγμα και το κλείσιμο του γκαζιού έχει σπάσει. Ο Compagnoni σκέφτεται, ο Nuvolari μένει ψύχραιμος στη θέση του. Ο πιστός μηχανικός ανοίγει το κάλυμμα του κινητήρα, αφαιρεί το δερμάτινο ζωνάρι από το παντελόνι του και πιάνει δουλειά. Συνδέει την μια άκρη στον μηχανισμό γκαζιού και περνά την άλλη άκρη μέσα από το πιλοτήριο. Ο Nuvolari καταλαβαίνει αμέσως και του γνέφει να επιστρέψει γρήγορα στη θέση του για να συνεχίσουν το κυνηγητό της Alfa του Enzo Ferrari.

Ο Nuvolari (στα αριστερά) και ο μηχανικός του, Decimo Compagnoni (στο δεξιό άκρο), ποζάρουν με την Alfa Romeo 1750 GS πριν από τον αγώνα Circuito delle Tre Provincie του 1931. Ο καημένος ο Decimo, όμως, δεν είχε ιδέα τι τον περίμενε…

Οι δυο παράτολμοι άντρες συνεχίζουν το ταξίδι τους με τον πιλότο να χειρίζεται τιμόνι, συμπλέκτη, ταχύτητες και φρένο, αφήνοντας τον έμπιστο μηχανικό του να ελέγχει με το ζωνάρι το γκάζι, υπό τις εντολές πάντα του Nuvolari.

H ψυχή και το πείσμα που βάζει ο Compagnoni είναι άνευ προηγουμένου. Προσπαθεί να κρατηθεί με το ελεύθερο του χέρι στη θέση του, γαντζώνοντάς το στο κάτω αριστερό μέρος του chassis (οι χειρολαβές είχαν σπάσει και ζώνες ασφαλείας δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή) με τις πέτρες της στράτας να το «πολυβολούν» ανελέητα, κάνοντάς το να αιμορραγεί. Ο άμοιρος ο Compagnoni βγάζει όπως όπως ένα λευκό μαντίλι από την τσέπη του και με τα δόντια του δένει το κατακρεουργημένο χέρι.

Καθώς σφίγγει τα δόντια από τον πόνο αναφωνεί: «δεν θα τα καταφέρεις, Nuvolari! Η 2300 είναι ισχυρότερη από την 1750. Η απάντηση του Nuvolari, την ώρα που ξεκινούν την απότομη κατάβαση από τη Sestola προς την Porretta, δεν έρχεται με κραυγή, αλλά με φωνή αλλόκοτα ήρεμη: «θα διαπιστώσεις πως στον κατήφορο πάμε πιο γρήγορα».

O Compagnoni επιμένει: «ποιος μπορεί να καλύψει 40 δευτερόλεπτα και να φτάσει εκείνο το οκτακύλινδρο θεριό;». Ο Nuvolari προστάζει: «Compagnoni, τράβα το ζωνάρι και μην το αφήσεις μέχρι να φανεί το τέρμα!».

Και το ταξίδι της μονομαχίας με τον χάροντα ξεκινά, καθώς η μπαρουτοκαπνισμένη Alfa αρχίζει τώρα να ξύνει με εξωφρενικές ταχύτητες τοίχους, δέντρα, χαντάκια, τηλεγραφικούς πυλώνες, μαζί και το ένθερμο πλήθος -που έχει ξεχυθεί στις στράτες και παραληρεί.

Ο Ferrari φτάνει πρώτος στο τέρμα, επευφημούμενος από το πλήθος που τον ανακηρύσσει νικητή. Μα ξαφνικά, ένας βροντερός ήχος σπάει την εορταστική ησυχία, σαν μακρινός κεραυνός που πλησιάζει απειλητικά. Είναι η τραυματισμένη αλλά ανίκητη Alfa Romeo του Nuvolari, ο οποίος κρατά στα χέρια το τελευταίο χαρτί για το ποιος τελικά θα φορέσει το δάφνινο στεφάνι. Αρκεί ο Compagnoni να έχει το σθένος να κρατήσει τεντωμένο εκείνο το δερμάτινο λουρί.

Προς έκπληξη και δέος όλων, οι δύο άντρες καταφέρνουν να κατακτήσουν τη νίκη με διαφορά μόλις μερικών δευτερολέπτων, ξεπερνώντας την πανίσχυρη Alfa του Enzo Ferrari με μια ατσάλινη αποφασιστικότητα και ένα θάρρος που αγγίζει τα όρια του θρύλου.

***

Οι δύο φίλοι γελούν σαν παιδιά στο κρεβάτι του Nuvolari, παρά τον επίμονο βήχα που αφήνει αίμα να στάζει από τα χείλη του παλιού μονομάχου. Η φυματίωση, κληρονομιά των χρόνων που ταλαιπωρούσε τα πνευμόνια του (μαστιζόμενα από τα καυσαέρια των βολίδων της εποχής που είχαν τον κινητήρα τους ακριβώς μπροστά στα μούτρα του πιλότου) δεν του αφήνει πια πολλά περιθώρια ζωής. Το φως όμως έχει επιστρέψει για μια τελευταία φορά στο βλέμμα του.

Καθώς ο Compagnoni αποχαιρετά τον παλιό του φίλο και προχωρεί προς την πόρτα, ακούει τον Nuvolari να του λέει: «Ποτέ στη ζωή μου δεν πάλεψα τόσο σκληρά για να κερδίσω έναν αγώνα». Ο φίλος κοντοστέκεται, γυρίζει μια τελευταία φορά πίσω το κεφάλι και προσθέτει: «Κι εγώ δεν φοβήθηκα ποτέ ούτε το μισό απ’ ό,τι εκείνη τη μέρα.»

***

«Νομίζω πως του φαίνεται σχεδόν αβάσταχτο που δεν τον έχει καταβροχθίσει η φωτιά της πίστας. Ιδίως μετά από τον τραγικό χαμό των δύο μας γιων», λέει η Carolina στον Compagnoni καθώς τον συνοδεύει αργά προς το ξωπόρτι της βίλας.

Λίγους μήνες αργότερα, στις 11 Αυγούστου 1953, ο Nuvolari παραδίδει την ψυχή του στους ουρανούς. «Θάψτε με με τη στολή μου» είναι τα τελευταία του λόγια. Ακολουθεί η κηδεία του στη Mantova, στην οποία βεβαίως παραβρίσκεται και ο Enzo Ferrari. Σαν φτάνει στην πόλη, η λαμπρή αυτή μορφή της Ιταλίας ζητά από έναν ηλικιωμένο που συναντά στο δρόμο, οδηγίες για του που βρίσκεται η εκκλησία όπου θα λάβει χώρα η τελετή. «Κάνατε πολύ καλά που ήρθατε κύριε μου» του λέει εκείνος χωρίς να αναγνωρίσει τον Ferrari, «τέτοιος άνθρωπος, δεν θα ξαναγεννηθεί ποτέ»._Δημήτρης Γιόκκας

σ.σ. Από ψηλά, ο Enzo Ferrari συνεχίζει να παρακολουθεί σήμερα τους πιλότους του -Leclerc και Hamilton- να δίνουν έναν δύσκολο αγώνα, ψάχνοντας το φως που θα τους οδηγήσει στην κορυφή. Βλέπει μια νέα εποχή όπου η ταχύτητα και η τεχνολογία έχουν τον πρώτο λόγο, ενώ η ψυχή του παλιού μάγου ξεθωριάζει απέναντι στην ψυχρή λογική της ψηφιακής εποχής. Και καθώς το βλέμμα του χάνεται στον ορίζοντα, δεν έχει πια καμιά αμφιβολία: κανείς δεν θα φτάσει ξανά το μέγεθος του Nuvolari.

Περισσότερα στο βιβλίο μου «Ύμνος στην Ταχύτητα» – Δημήτρης Γιόκκας 2020